- περιφθέγγομαι
- περιφθέγγομαι,A speak with all kinds of people, Gal.4.448.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιφθέγγομαι — Α μιλώ με ὁλους ὁσους βρίσκονται γύρω μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φθέγγομαι «ηχώ, ομιλώ»] … Dictionary of Greek